- διατυπουμένη
- διατυπόωformpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)διατυπόωformpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριτεγγύηση — η, Ν (εμπ. δίκ.) η διατυπούμενη στο σώμα τής συναλλαγματικής ανάληψη αυτοτελούς υποχρεώσεως από τρίτο πρόσωπο για εξόφληση τού ποσού τής συναλλαγματικής σε περίπτωση αδυναμίας τού εκδότη να τήν εξοφλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτεγγυώμαι. Η λ., στον… … Dictionary of Greek